σύριγγας

σύριγγας
σύ̱ριγγας , σῦριγξ
shepherd's pipe
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… …   Dictionary of Greek

  • επιτόνιο — το (Α ἐπιτόνιο) [επίτονος] όργανο με το οποίο τεντώνουν τις χορδές μουσικού οργάνου, το κλειδί αρχ. 1. μικρός αυλός σύμφωνα με τον τόνο τού οποίου κουρδίζονται τα όργανα 2. πάσσαλος σε σχήμα επιτονίου 3. χερούλι στρόφιγγας ή σύριγγας 4. επιστόμιο …   Dictionary of Greek

  • SYRINGES — locus Aegypti apud Thebas, trans Nilum, in quo stelae a Mercurio primum hierographicis literis exartae, conditae erant. De illo sic Pausan. l. 1. non procul a sonsnte Memnonis statua: locum τὰς Σύριγγας appellant. Et Amm. Marcellin. l. 22, Sunt… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ένεση — Μέθοδος εισαγωγής φαρμάκου ή εμβολίου στους ιστούς ή στο αίμα, με τη χρήση κατάλληλου οργάνου. Τα κύρια πλεονεκτήματα της μεθόδου αυτής, σε σχέση με τη χορήγηση των φαρμάκων από το στόμα, είναι η δυνατότητα να υπολογίζεται με ακρίβεια η δόση, η… …   Dictionary of Greek

  • κατασυρίζω — και κατασυρίττω (AM) μσν. (ενεργ. μτβ.) καταδιώκω κάποιον σφυρίζοντας αποδοκιμαστικά αρχ. παθ. κατασυρίζομαι μουσ. συνοδεύω, ακολουθώ το μέλος τής σύριγγας*, ακομπανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + συρίζω «σφυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • οχιά — (vipera). Ονομασία ιοβόλων φιδιών της οικογένειας των εχιδνιδών ή βιπεριδών. Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζονται και μερικά συγγενή γένη, που ζουν στον Παλιό Κόσμο. Οι διαστάσεις των φιδιών αυτών ποικίλλουν, ανάλογα με το είδος, από 70 εκ. έως 2 …   Dictionary of Greek

  • συριγγόποδες — οἱ, Α (ενν. στίχοι) πιθ. στίχοι που ελαττώνονται βαθμιαία ως προς το μήκος όπως οι αυλοί τής σύριγγας, τού αυλού τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦριγξ, σύριγγος + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. ἰμαντό πους] …   Dictionary of Greek

  • σύριγμα — και σύρισμα, το, ΝΑ και σούρισμα και σούριγμα Ν [συρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συρίζω, ο ήχος τής σύριγγας, το σφύριγμα (α. «ακούστηκε ένα οξύ σύριγμα» β. «μὴ... διολέσῃς... Πανὸς ἕδρας, ἔνθ ἔχει συρίγματα», Ευρ.) 2. συριστικός ήχος …   Dictionary of Greek

  • σύριγξις — ίγξεως, ἡ, Α [συρίζω] άσμα με τη συνοδεία σύριγγας …   Dictionary of Greek

  • ωτεγχύτης — ο / ὠτεγχύτης, ΝΑ νεοελλ. είδος σύριγγας ή κλυστήρα για την πλύση τού εσωτερικού τού αφτιού αρχ. είδος χειρουργικού οργάνου για την έγχυση ουσίας στο αφτί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ἐγχύνω + κατάλ. της*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”